- αντιπροίκι
- το (Μ ἀντιπροίκι)προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που 'χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι' αντιπροίκια», Γρυπάρης)νεοελλ.1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από τον γάμο2. δώρο που δίνουν τα πεθερικά στον γαμπρό επιπλέον αυτών που έχουν υποσχεθεί.
Dictionary of Greek. 2013.